- για τακτό χρονικό διάστημα
- за одреден период на време
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
ορδινάριος — ὀρδινάριος, ὁ (ΑΜ) δημόσιος λειτουργός, αξιωματούχος, αρχή που εκλεγόταν κανονικά κατά την έναρξη τού έτους και για τακτό χρονικό διάστημα (α. «ὀρδινάριος ἄρχων», Στέφ. διάκ. β. «ὀρδινάριοι ὕπατοι», Χρον. Πασχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. ordinarius… … Dictionary of Greek
πρόγραμμα — το, ΝΜΑ [προγράφω] νεοελλ. 1. λεπτομερής καταγραφή ενεργειών και πράξεων οι οποίες πρόκειται να γίνουν σε καθορισμένο χρόνο (α. «πρόγραμμα αγώνων» β. «πρόγραμμα θεατρικής παράστασης [ή κινηματογραφικής προβολής]» έντυπο που περιλαμβάνει γενικές… … Dictionary of Greek